Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

τείνω το χέρι

  • 1 протянуть

    протянуть (εκ)τείνω, τραβώ* απλώνω (простирать)' \протянуть руку τείνω το χέρι
    * * *
    (εκ)τείνω, τραβώ απλώνω ( простирать)

    протяну́ть ру́ку — τείνω το χέρι

    Русско-греческий словарь > протянуть

  • 2 тянуть

    тяну, тянешь, μτχ. ενστ. тянущий, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. тянутый, βρ: -нут, -а, -о
    ρ.δ.
    1. τραβώ (προς τον εαυτό μου)•

    тянуть ве-рвку τραβώ την τριχιά•

    тянуть за руку τραβώ από το χέρι.

    2. τεντώνω• απλώνω•

    тянуть руку απλώνω το χέρι•

    тянуть бельевую вервку через двор τεντώνω το σχοινί των ρούχων στην αυλή.

    || κατευθύνομαι, τείνω προς. || τοποθετώ, βάζω•, тянуть трубопровод τοποθετώ σωληνωτό αγωγό. || διαστέλλω•

    тянуть провод τεντώνω το καλώδιο•

    тянуть кожу τεντώνω το δέρμα.

    || κατασκευάζω (σύρμα, σωλήνες, μεταλλικές ίνες).
    3. μ. έλκω•

    пароход -ет баржу το ατμόπλοιο τραβά τη μαούνα•

    трактор -ет сеялку το τραχτέρ τραβάτη σπαρτική μηχανή.

    || κατευθύνομαι, πηγαίνω.
    4. κάνω βαριά δουλειά•

    одни -ут всё, а другие ничего μερικοί τα τραβάνε όλα, και μερικοί δεν κάνουν τίποτε.

    || διατρέφω•

    вдова -ет троих детей η χήρα με δυσκολία διατρέφει τα τρία παιδιά.

    || βοηθώ•

    тянуть слабого ученика βοηθώ τον αδύνατο μαθητή.

    5. παλ. • είμαι φόρου υποτελής, πληρώνω φόρο.
    6. μ. παίρνω•

    тянуть труга в кино παίρνω το φίλο στον κινηματογράφο•

    тянуть братишку купаться παίρνω το αδερφάκι να κολυμπήσει.

    || μτφ. οδηγώ. || ενάγω• καλώ•

    тянуть в суд τραβώ στο δικαστήριο•

    тянуть к ответу καλώ να δόσει λόγο.

    7. προσελκύω•

    меня -ет за город με τραβάει η εξοχή•

    его -ет природа τον τραβάει η φύση.

    8. τείνω, έχω τάση•

    -ет ко сну νυστάζω•

    тянуть к рвоте έχω τάση για εμετώ.

    9. βγάζω•

    тянуть невод τραβώ το αλιευτικό δίχτυ•

    тянуть карту из колоды τραβώ χαρτί από την τράπουλα•

    тянуть жребий τραβώ κλήρο.

    10. αναρροφώ•

    насос -ет воду η αντλία τραβά το νερό.

    || πίνω• ρουφώ•

    тянуть вино τραβώ κρασί.

    || καπνίζω, φουμάρω•

    тянуть папироску τραβώ τσιγάρο.

    11. παίρνω συνεχώς, αποσπώ, απομυζώ•

    тянуть деньги τραβώ χρήματα.

    12. κλέβω. || πετώ•

    журавли -ут в небо οι γερανοί πετούν στον ουρανό.

    || (για καπνοδόχο)• τραβώ• βγάζω (τον καπνό).
    13. (για σκολόπακα) • βατεύω. || (για σμήνος πτηνών)• πετώ.
    14. φυσώ, πνέω•

    с моря -еш лёгкий бриз από τη θάλασσα πνέει ελαφρά αύρα.

    || φέρω, παρασύρω•

    ветер -ет запах сена ο άνεμος φέρει τη μυρουδιά χόρτου.

    || απρόσ. έρχομαι, διαδίδομαι•

    -ет гарью έρχεται μυρουδιά κάψας (τσίκνας)•

    -ет холод от окна έρχεται κρύο από το παράθυρο•

    -ет жаром έρχεται ζέστη.

    15. βραδύνω, καθυστερώ, παρελκύω, τρενάρω•

    тянуть с ответом καθυστερώ την απάντηση.

    || συνεχίζω, εξακολουθώ•

    тянуть борьбу дальше немыслимо η συνέχιση του αγώνα παραπέρα δεν έχει νόημα.

    16. παρατραβώ, παρατείνω, παρελκύω (για φωνή, ομιλία, τραγούδι κ.τ.τ.).
    17. είμαι βαρύς•

    ящик -ет десять килограммов το κιβώτιο, τραβάει (σηκώνει) δέκα κιλά.

    || βαρύνω, κρεμώ, λυγίζω•

    груши -ут ветки вниз τα αχλάδια (με το βάρος τους) λυγίζουν τα κλαδιά•

    18. σφίγγω, πιέζω•

    тяжлый мешок -ет плечи το βαρύ τσουβάλι πιέζει τους ώμους•

    рубашка у меня -ет плечи το πουκάμισο τραβάει στους ώμους.

    εκφρ.
    тянуть время – βραδύνω, καθυστερώ•
    тянуть жилы – κατεξαντλώ, καταπονώ• ξεπατώνω στη δουλειά•
    тянуть чью руку ή сторону – δίνω χέρι βοήθειας• παίρνω το μέρος κάποιου•
    тянуть за душуκ. тянуть душу из кого α) βγάζω την ψυχή κάποιου (βασανίζω, κατατυραννώ), β) ενοχλώ πολύ, πρήζω το συκώτι•
    тянуть за язык кого – υποχρεώνω να μιλήσει, λύνω το γλωσσοδέτη κάποιου•
    кто тебя за язык -ул? – ποιος σε ανάγκασε να μιλήσεις; (για κάτι ανεπίτρεπτο να λεχθεί).
    1. εντείνομαι, τεντώνω, -ομαι•

    резина -ется το λάστιχο τεντώνει•

    кожа -ется το δέρμα τεντώνει.

    || εκτείνομαι•

    за рекой -лись холмы πέρα από το ποτάμι εκτείνονταν λόφοι.

    2. (για σώμα) τεντώνομαι• προ•

    тянуть снулся он и-ется ξύπνησε αυτός και τεντώνεται.

    3. στρέφω, γυρίζω•

    цветок -ется к солнцу το λουλούδι στρέφει προς τον ήλιο.

    4. με τραβάει, με ελκύει•

    тянуть к деревню με τρα• тянутьβάει το χωριό.

    5. έχω, βάζω (για) σκοπό• επιδιώκω να γίνω. || στέκομαι κόκκαλο, κλαρίνο, σούζα (μπροστά στο διοικητή, στον ανώτερο).
    6. σύρομαι, σέρνομαι. || ακολουθώ• έπομαι. || αφήνω (για ίχνη). || πηγαίνω, κινούμαι κατά φάλαγγα, διαδοχικά.
    7. διαδίδομαι• διαρκώ, συνεχίζομαι, εξακολουθώ.
    8. εξασφαλίζω δύσκολα τα προς του ζειν, τα βολεύω δύσκολα.
    9. διατείνομαι, εντείνω τις προσπάθειες, τις δυνάμεις. || βλ. κλπ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > тянуть

  • 3 протягивать

    протягивать
    несов
    1. (натягивать) τεντώνω, ἀπλώνω·
    2. (вытягивать) ἀπλώνω, τείνω, προτείνω:
    \протягивать руку за чем-л. ἀπλώνω τό χέρι νά πάρω· \протягивать ру́ку кому́-л. а) προσφέρω τό μπράτσο μου, προσφέρω τόν βραχίονα μου, б) (для рукопожатия) προτείνω τό χέρι μου· ◊ \протягивать ру́ку помощи δίνω βοήθεια, τείνω χείρα βοηθείας.

    Русско-новогреческий словарь > протягивать

  • 4 тянуть

    тян||у́ть
    несов
    1. τραβώ/ ἀπλώνω, τοποθετώ (прокладывать):
    \тянуть кого́-л. за руку τραβώ ἀπό τό χέρι· \тянуть кабель τοποθετώ καλώδιο·
    2. (вести за собой силой) ἔλκω/ ρυμουλκώ (на буксире):
    пароход тянет баржу τό ἀτμόπλοιο ρυμουλκεί τήν μαούνα·
    3. (протягивать) τείνω, τεντώνω:
    \тянуть ру́ку к звонку́ ἀπλώνω τό χέρι μου στό κουδούνι· \тянуть шею τεντώνω τό λαιμό·
    4. (медленно произносить) σέρνω:
    \тянуть слова́ σέρνω τά λόγια·
    5. (медлить) παρατραβώ κάτι:
    \тянуть дело παρατραβώ τήν ὑπόθεση· \тянуть время χρονοτριβώ·
    6. (звать) разг τραβώ:
    его́ никто си́лой не тянет κανείς δέν τόν τραβἄ μέ τό ζόρι·
    7. (влечь):
    меня (его) тянет μέ (τόν) τραβᾶ κάτι, ἐπιθυμώ κάτι· меня́ тянет за город ἐπεθύμησα νά πάω ἐξοχή· его тя́нет ко сну́ θέλει νά κοιμηθεί·
    8. (весить) ζυγίζω·
    9. (выделывать\тянуть о проволоке) συρματοποιώ·
    10. перен (вымогать \тянуть о деньгах и т. п.) παίρνω, τσιμπώ:
    \тянуть все жилы из кого-л. ξεζουμίζω κάποιον
    11. (о трубе, дымоходе) τραβώ·
    12. (вбирать, всасывать) είσπνέω, ρουφώ:
    \тянуть через соломинку ρουφώ μέ καλαμάκι·
    13. безл (о струе воздуха, о запахе):
    тя́нет холодом от окна́ μπάζει κρύο ἀπ' τό παράθυρο· тянет сыростью ἔρχεται ὑγρασία· ◊ \тянуть жребий τραβώ κλήρο· \тянуть карту из коло́ды τραβῶ χαρτί· \тянуть за душу кого́-л., \тянуть ду́шу из кого́-л. βγάζω τήν ψυχή κάποιου· \тянуть за язык τραβώ ἀπ· τή γλώσσα, ὑποχρεώνω κάποιον νά μιλήσει· его́ за язык никто не тянет κανείς δέν τόν ὑποχρεώνει νά μιλήσει· е́ле но́ги \тянуть μόλις σέρνω τά πόδια του· \тянуть все ту же песню ἐπαναλαμβάνω τά ἰδια καί τά ἰδια· \тянуть на поводу́ σέρνω ἀπό πίσω μου· \тянуть слабого ученика́ βοηθώ τόν καθυστεροῦντα μαθητή· тянет в плечах (об одежде) σφίγγει στίς πλατες.

    Русско-новогреческий словарь > тянуть

  • 5 протянуть

    ρ.σ.μ.
    1. τεντώνω, τείνω• απλώνω•

    протянуть руку τεντώνω το χέρι•

    протянуть руку кому δίνω χέρι βοήθειας σε κάποιον•

    протянуть телефонную линию απλώνω τηλεφωνική γραμμή.

    2. τραβώ, έλκω, σύρω.
    3. παρατραβώ, παρελκύω, παρατείνω (ήχο, φωνή κ.τ.τ.).
    4. καθυστερώ, τρενάρω•

    протянуть дело τρενάρω την υπόθεση.

    5. ζω•

    он долго не -нет αυτός δε θα ζήσει πολύ, δε θα πάειμακριά.

    6. (κυνηγ.) πετώ (για πτηνά).
    7. μτφ. κριτικάρω•

    протянуть в газете κριτικάρω στην εφημερίδα.

    8. (απλ.) μαστιγώνω, φραγγελώνω.
    εκφρ.
    протянуть ноги – τα τεντώνω (τα πόδια), πεθαίνω.
    1. τεντώνομαι• απλώνομαι.
    2. εκτείνομαι, επεκτείνομαι• τραβώ•

    дорога протянутьлась на сотни километров ο δρόμος τράβηξε εκατοντάδες χιλιόμετρα.

    3. ξαπλώνω•

    протянуть на диван ξαπλώνω φαρδιά-πλατιά στο ντιβάνι.

    4. διαρκώ• συνεχίζομαι. || τρενάρω•

    это дело -ется αυτή η υπόθεση θα τρενάρει.

    Большой русско-греческий словарь > протянуть

См. также в других словарях:

  • τείνω — έτεινα, τάθηκα 1. τεντώνω, τσιτώνω: Τείνω το σκοινί. 2. απλώνω κάτι προς τα μπρος: Έτεινα το χέρι μου σ αυτόν. 3. αμτβ., έχω τάση, αποβλέπω: Ο καιρός τείνει να βελτιωθεί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χειρ — η / χείρ, χειρός, ΝΜΑ, και χείρα Ν, και αιολ. τ. χήρ Α 1. το χέρι 2. (ιδίως) το άκρο χέρι 3. συνεκδ. το άτομο τού οποίου το χέρι έκανε κάτι (α. «χειρ Χριστόδουλου Καλλέργη» ο εικονογράφος Χριστόδουλος Καλλέργης β. «χειρ δ ὁρᾷ τὸ δράσιμον», Αισχύλ …   Dictionary of Greek

  • προτείνω — ΝΜΑ [τείνω] 1. τείνω κάτι προς τα εμπρός, προβάλλω, προτάσσω («προτείνω το χέρι» β. «καθιζομένη δ ἐπί... γόνασι τοῡ Σκύθου, τὼ πόδε πρότεινον, ἵν ὑπολύσω», Αριστοφ.) 2. μτφ. κάνω πρόταση, υποβάλλω γνώμη, ευχή, αίτηση, επιθυμία ή υποδεικνύω ένα… …   Dictionary of Greek

  • μάρη — μάρη, ἡ (Α) χέρι. [ΕΤΥΜΟΛ. Έχει διατυπωθεί η άποψη ότι η λ. μάρη, καθώς και το λατ. manus «χέρι», ανάγονται σε αρχαίο ετερόκλιτο θ. σε *r / n. Το θ. σε n εμφανίζεται στο αρχ. νορβ. mund «χέρι», κελτ. manal «δέσμη, δεμάτι», χεττιτ. manijahh… …   Dictionary of Greek

  • ξαμώνω — (Μ ξαμώνω και ἐξαμώνω και ἀξαμώνω) 1. σηκώνω το χέρι για να χτυπήσω κάποιον («κι απόκει τρέχ απάνω ντου με τ αγριωμένο χέρι, κι εξάμωσε να τού βαρεί ς τσί κεφαλής τα μέρη», Ερωτόκρ.) 2. ορμώ, επιτίθεμαι 3. υπολογίζω το μέγεθος, το βάρος, τη… …   Dictionary of Greek

  • υπερτείνω — Α [τείνω] 1. εκτείνω, απλώνω κάτι πάνω από κάτι άλλο («σκιὰν ὑπερτείνουσα σειρίου κυνός», Αισχύλ.) 2. τεντώνω κάτι σε μεγάλο βαθμό, τό παρατεντώνω («μέτριος ἐν τῷ μετρίῳ τὴν τιμωρίαν ὑπερέτεινεν», Πλούτ.) 3. (αμτβ.) α) εκτείνομαι από πάνω β)… …   Dictionary of Greek

  • προτείνω — πρότεινα, προτάθηκα 1. τείνω προς τα εμπρός, προβάλλω, προτάσσω, απλώνω: Του πρότεινα το χέρι κι αυτός δεν το πιασε. 2. μτφ., κάνω πρόταση, υποβάλλω γνώμη, υποδεικνύω: Προτείνω το διορισμό υπαλλήλων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»